Αντιμέτωποι με κοινωνικά και προσωπικά αδιέξοδα, οι νέοι της γενιάς του ’90 ανατρέχουν διαρκώς στις συλλογικές και προσωπικές αναμνήσεις τους. Έτσι καταλήγουν να τις κουβαλούν ως καθημερινή παρηγοριά αλλά ταυτόχρονα και ως βάρος. Οι αναμνήσεις αυτές είναι πάντα παρούσες και αντιπροσωπεύονται από φωτογραφικές εικόνες οι οποίες εισβάλλουν και διαταράσσουν την εξαιρετικά λεπτομερή εικόνα του παρόντος εαυτού.

Ιδωμένες κατ” επανάληψη, με τα σημάδια αυτής της σχεδόν τελετουργικής πρακτικής εμφανή στις επιφάνειες τους, καταλήγουν να είναι μια παρεμβολή, ένας «μνημονικός οπτικός θόρυβος». Οι αναμνήσεις επανέρχονται με αποσπασματικό τρόπο, χωρίς ποτέ να είναι σαφείς. Με την οντότητα τους να αγωνίζεται μεταξύ αλήθειας και φαντασίας, μεταλλάσσονται και υποκαθίστανται από τις εικόνες που παρήχθησαν σε μία απόπειρα να τις «κάνουν να διαρκέσουν για πάντα». Οι τυπωμένες εικόνες με τη σειρά τους μετατρέπονται σε μέρος της ίδιας της μνημονικής διαδικασίας. Στο τέλος, η εικόνα γίνεται η μνήμη και η μνήμη απλώς μια κατακερματισμένη φαντασίωση.